- ὀχυρότης
- ὀχῠρότης, ητος, ἡ,A firmness, strength, esp. of a stronghold or country, -τητος μετέχειν Aen. Tact.22.2, cf. J.AJ3.14.2: pl., Plb.5.62.6,7.15.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀχυρότης — firmness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότησι — ὀχυρότης firmness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότησιν — ὀχυρότης firmness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότητα — ὀχυρότης firmness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότητας — ὀχυρότης firmness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότητες — ὀχυρότης firmness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότητι — ὀχυρότης firmness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρότητος — ὀχυρότης firmness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχυρός — ά, ό (Α ἐχυρός, ά, όν) (για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τόν τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῑ», Θουκ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εχυρόν ναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση τού πλοίου… … Dictionary of Greek
οχυρότητα — η (ΑΜ ὀχυρότης) [οχυρός] η ιδιότητα τού οχυρού («ταῑς ὀχυρότησι τῶν τόπων ὑπέμενον», Πολ.) … Dictionary of Greek